γλισχρολογία

γλισχρολογία
γλισχρο-λογία, ,
A straw-splitting, ib.698, D.L.2.30.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γλισχρολογία — γλισχρολογία, η (Α) φιλονικία για μηδαμινά πράγματα …   Dictionary of Greek

  • γλισχρολογίας — γλισχρολογίᾱς , γλισχρολογία straw splitting fem acc pl γλισχρολογίᾱς , γλισχρολογία straw splitting fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλισχρολογίαν — γλισχρολογίᾱν , γλισχρολογία straw splitting fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”